Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012


Αντισυνταγματική η μείωση των μισθών στο δημόσιο σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 599/2012 απόφαση του ειρηνοδικείου Αθηνών

Η απόφαση  599/2012 του Ειρηνοδικείου    Αθηνών με ειρηνοδίκη την Σταυρούλα Κουτρουβίδα δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησης Εργατικού Δικαίου» (τεύχος 10/2012)  κατόπιν προσφυγής στη Δικαιοσύνη των εργαζομένων στην Ανώνυμη Εταιρεία « ΣΤΑ.ΣΥ Α.Ε.» η οποία είναι θυγατρική της «Αττικόν Μετρό Α.Ε.» και ανήκει στον Δημόσιο τομέα.

 Οι εργαζόμενοί οι οποίοι είχαν ενάγει την εταιρία ΣΤΑΣΥ ΑΕ απασχολούνταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ οι όροι εργασίας και οι αμοιβές τους καθορίζονταν με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας. Οι αποδοχές του συνόλου  των εργαζομένων της εταιρίας, μεταξύ των οποίων και των εναγόντων, είχαν μειωθεί από τον μήνα Ιούνιο 2010, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν.3833/2010 (αρ1παρ.5) και του Ν.3845/2010, που επέβαλαν μείωση των αποδοχών και των επιδομάτων των εργαζομένων στο Δημόσιο τομέα.


Η ειρηνοδίκης έκρινε ότι η περικοπή των  μισθών των εργαζομένων  αντίκειται στα άρθρα  του 22 παρ.1 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Τα μέτρα που επιβλήθηκαν σε βάρος των εργαζομένων, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, πραγματοποιούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στην συλλογική αυτονομία με αποτέλεσμα να καταλύουν το Σύνταγμα ενώ δεν συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα, όπως είναι η μείωση των τιμών και των φόρων, ενώ δεν ακολουθήθηκε η αρχή της ισότητας αφού έγινε μείωση ίδιου ύψους στις αποδοχές τόσο των υψηλόμισθών όσο και των χαμηλόμισθων. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι νόμοι που επιβάλλουν μειώσεις στους συγκεκριμένους εργαζομένους  παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.) η οποία απαιτεί από το νομοθέτη  να οριοθετεί τους  επιβαλλόμενους περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας  του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό  και προστάζει στο δικαστή να εξετάζει κατά πόσον το επιβαλλόμενο νομοθετικό μέτρο είναι αναγκαίο ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου, κατάλληλο και σε επιτρεπτή ισορροπία από άποψη κόστους-οφέλους.

 Στην προκειμένη περίπτωση η ειρηνοδίκης έκρινε  ότι με τα επίδικα μέτρα παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας καθώς  δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε συνοδεύονται με αντισταθμιστικά μέτρα (μείωση τιμών, άμεσων και έμμεσων φόρων κ.λπ.) και εγγυήσεις για την προστασία ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού της χώρας, αντίθετα, επιβάλλονται στους πολίτες ταυτόχρονα με μία σειρά ιδιαίτερα σκληρών φοροεισπρακτικών μέτρων που προβλέπουν μείωση ή κατάργηση αφορολόγητων ορίων και τα οποία πλήττουν τις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την προστασία των οποίων έπρεπε να εγγυώνται και να διαφυλάττουν. Εξάλλου, σύμφωνα με το δικαστήριο, ακόμα κι αν ληφθούν υπόψιν οι έκτακτοι λόγοι εθνικού συμφέροντος, οι μειώσεις αυτές  είχαν μόνιμο χαρακτήρα ενώ θα έπρεπε να ισχύσουν για περιορισμένο χρόνο  προκειμένου να κριθούν σύμφωνες με το Σύνταγμα.

Η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς αντιτίθεται σε προηγούμενη απόφαση  της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που είχε δεχθεί ότι οι περιορισμοί των αποδοχών των εργαζομένων είναι συμβατοί με τις επιταγές του Συντάγματος και την Ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.

Ουσιαστικά έχουμε δύο αποφάσεις αντίθετες, από τη μία το ΣτΕ που ουσιαστικά  έκρινε το μνημόνιο συνταγματικό και από την άλλη την απόφαση του ειρηνοδικείου με την οποία  θεωρήθηκε ο ίδιος νόμος, είναι σύμφωνος με το σύνταγμα! Δεν θα πρέπει να μας φαίνεται περίεργο καθώς στην Ελλάδα,  βάσει του άρθρου 93παρ.4 του Σ. κάθε δικαστής υποχρεούται να μην εφαρμόζει νόμο που θεωρεί αντισυνταγματικό όταν αποφασίζει για την εκάστοτε υπόθεση. Αντίστροφα όμως η μη εφαρμογή ενός νόμου από ένα δικαστήριο ως αντισυνταγματικού δεν επηρεάζει το κύρος του, δηλαδή δεν τον ακυρώνει, ούτε δεσμεύει τα άλλα δικαστήρια: άλλο δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι ο νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και να τον εφαρμόσει. Εντός του ίδιου κλάδου της δικαιοσύνης το πρόβλημα επιλύεται κατά κανόνα με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου του οικείου κλάδου, η οποία δε δεσμεύει μεν τυπικά τα κατώτερα δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις, έχει όμως βαρύνουσα σημασία, αφού το πιθανότερο είναι κάθε αντίθετη απόφαση κατωτέρου δικαστηρίου να ανατραπεί από το ανώτατο δικαστήριο μετά την άσκηση ενδίκου μέσου.

Ποια είναι εν τέλει η σημασία του γεγονότος ότι το ειρηνοδικείο έκρινε αντισυνταγματικό το μνημόνιο; Ο δικαστής δεν μπορεί να καταργήσει νόμο, ακόμη και όταν τον κρίνει ως αντισυνταγματικό, αυτό ανήκει στις αρμοδιότητες του νομοθέτη. Η μόνη περίπτωση που δικαστική αρχή μπορεί να καταργήσει νόμο είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 100 του Σ. το οποίο ορίζει  ότι σε περίπτωση σύγκρουσης των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας ως προς τη συνταγματικότητα ενός νόμου, για να αρθεί η αμφισβήτηση παραπέμπεται η υπόθεση στο ΑΕΔ (Ανώτατο Ειδικό Δικστήριο), το οποίο αποφαίνεται οριστικά είτε για τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου. Αν το ΑΕΔ κρίνει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, αυτός καθίσταται γενικώς και για όλους ανίσχυρος. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση όπου δικαστήριο μπορεί να καταστήσει ανίσχυρο έναντι πάντων νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή.

Αν  υποθέσουμε ότι κατά της εν λόγω απόφασης του ειρηνοδικείου κατατεθεί έφεση και έπειτα αναίρεση  και  ότι τελικώς γίνει δεκτή η απόφαση της ειρηνοδίκου από το εφετείο  και κατόπιν και από τον Άρειο Πάγο θα  έχει μεγάλη σημασία να δούμε τί θα αποφανθεί το Α.Ε.Δ., καθώς τότε θα έχουμε  σύγκρουση αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων, την οποία ενδέχεται να κληθεί να άρει το Α.Ε.Δ.. Και ποιος ξέρει ίσως τελικά, αποφανθεί κατά της συνταγματικότητας του μνημονίου και το καταστήσει ανίσχυρο! Αναμένουμε τη συνέχεια…